συμπεριέχω

συμπεριέχω
συμπερϊέχω , σύν , περί-χόω
throw
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
συμπερϊέχω , σύν-περιέχω
encompass
pres subj act 1st sg
συμπερϊέχω , σύν-περιέχω
encompass
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπεριέχω — Α [περιέχω] περιλαμβάνω στον ίδιο κύκλο …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”